be on the staff - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

be on the staff - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Staff (stick); The Staff; Staff (disambiguation); Hotel staff

be on the staff      
быть в штате
staff         
staff I noun 1) pl. also stavesпосох, палка; with swords and staves - с мечами и дрекольем 2) жезл 3) флагшток; древко 4) столп, опора, поддержка 5) (pl. staves) mus. нотный стан 6) geod. нивелирная рейка the staff of life - хлеб насущный II 1. noun 1) штат служащих; служебный персонал; личный состав; кадры; to be on the staff - быть в штате; the staff of a newspaper - сотрудники газеты 2) mil. штаб 2. adj. 1) штатный; staff writer - штатный сотрудник газеты 2) mil. штабной 3) используемый персоналом; staff room - преподавательская (комната) 3. v. укомплектовывать штаты; набирать кадры
military staff         
GROUP OF MILITARY OFFICERS THAT ARE RESPONSIBLE FOR THE NEEDS OF A UNIT
Staff Officer; S2 (military); G2 (military intelligence); S1 (military); S3 (military); S4 (military); S6 (military); S2 (Army); S-2 (officer); General Staff; The military staff; G-2 officer; General staff; Staff officer; Continental Staff System; General Staff System; NATO Staff System; Staff office; Staff officers; Staff Offices; Staff corps; Staff Corps; General Staff Officer; Military staff; S5 (military); GSO2; GSO1; GSO3; General Staff officer; General staff officer; Action officer; Continental staff system; Upper rank
военный персонал

Ορισμός

на свободе
нареч. разг.
1) В не занятое работой время; на досуге.
2) перен. На воле, не в заключении (находиться, оставаться и т.п.).

Βικιπαίδεια

Staff
Μετάφραση του &#39be on the staff&#39 σε Ρωσικά